- μουγκανητό
- το мычание, рёв (коровы)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουγκανητό — το μουγκρητό, μυκηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκανίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. μουγκρ ητό, νιαουρ ητό)] … Dictionary of Greek
μουγκάνισμα — το [μουγκανίζω] μουγκανητό … Dictionary of Greek
μούγκρισμα — και μούγγρισμα, το (Μ μούγκρισμα) [μουγκρίζω] μουγκρητό, μουγκανητό, βρυχηθμός … Dictionary of Greek